Είναι
Σάββατο πρωί, στο σταθμό του τραίνου στον Πειραιά. Κατέβηκα για να
βγάλω το εισιτήριο μου… 7:30 π.μ. Πειραιάς – Νάξος… γράφει το μαγικό
χαρτάκι. Η διάθεση παρά τις γκρίζες μέρες που βιώνουμε, είναι παραδόξως
καλή!… Κάνει κρύο αρκετό. Κόσμος πάει έρχεται βιαστικά, βαλίτσες
παντού, ψώνια παντού και ξαφνικά ακούω ένα παιδάκι να ρωτάει τη μαμά
του:
«-μαμά θυμάσαι τα κάλαντα που έλεγε ο παππούς όταν ήταν μικρός στο χωριό;
-Όχι», απαντάει μονολεκτικά η μαμά… και χάνονται στο πλήθος.
Γυρνώντας στο σπίτι, σκέφτηκα ότι αυτά τα Χριστούγεννα, μέσα από αυτές τις αράδες θέλω να γράψω τα κάλαντα του τόπου μου. Αυτά που κάποτε αντηχούσαν στα χωριά της Νάξου, παρέα με τσαμπούνες, ντουμπάκια, και λαούτα…
Αυτό το μικρό ζωηρό πλασματάκι στο τραίνο, με γέμισε με την επιθυμία να μάθω πια είναι τα Παραδοσιακά κάλαντα της Νάξου και να τα μοιραστώ μαζί σας. Δίχως άλλη σκέψη, πήγα στον παππού και αφέθηκα στη γέρικη πια φωνή του να μου σιγοτραγουδά:
Αρχιμενιά, κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός σας χρόνος,
Αη Βασίλης έρχεται κι α’ πόθε κατεβαίνει,
από τση μάνας τ’ έρχεται και στο σχολειό του πάει,
Τρεις Ιεράρχαι τ’ απαντούν μέσα στο σταυροδρόμι.
-Βασίλη α’ πόθεν έρχεσαι κι α’ πόθε κατεβαίνεις;
-Από τση μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
-Μα ‘γώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Σαν και ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα – βήτα.
Και το ραβδάκι ακουμπά, να πη την άλφα – βήτα
και το ραβδί ξερό ‘τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστρούς περδίκια φωλεμένα,
όχι περδίκια μοναχά, μόνον και χελιδόνια
και κάτω στα ριζάρια του πηγάδια και λιβάδια,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και πίνουν κι ανεβαίνουν
και βρέχουν τις φτερούγες των και περιχούν τον κόσμο
κι αλούζουν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
Τ’ αφέντη
Μα σένα, ‘φέντη, πρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι,
όνταν αθή η δαμασκηνιά ν’ αθή και το τραπέζι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, να τρως κουλούρι’ αφράτα
και τον αθό της λεμονιάς να γεύεσαι σαλάτα.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, το σίδερο κοντάρι,
πόχεις τα μπράτσα δυνατά κι είσαι και παλληκάρι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι, να μην κρυολογάσαι.
Της κεράς
Έπόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κεράς μας.
-Κερά μαρμαροτράχηλη, και γασταρολαιμούσα,
κερά, στη μέση τον σπιτιού, χρυσή λαμπάδα στέκει,
φέγγουν οι ναύτες και δειπνούν και τα καράβια ‘ράζουν,
φέγγουν και τα ναυτόπουλα και πάνε και υπνούνε.
Της Κόρης
Επόπαμε και τση κεράς ας πούμε και τση κόρης.
Κερά, τη θυγατέρα σου, κερά την ακριβή σου,
οχτώ μικροί την αγαπούν και δεκαχτώ μεγάλοι
κι ο πρώτος που την αγαπά, του πρέπει να την πάρη.
Απ’ το χεράκι την αρπά και σκάλες κατεβαίνει,
κάθε σκαλί τονε ρωτά, κάθε σκαλί τση λέγει,
-Κόρη να γίνης φρόνιμη, να γίνης διωματούσα.
-Σαν θες να γίνω φρόνιμη, να γίνω διωματούσα,
άμε κι αγόρασε σπαθί και σκιάδι τσιμουχένιο,
να μπης να βγης στον πόλεμο, να φαίνεσ’ ανδρειωμένος,
τότες θά γίνω φρόνιμη θά γίνω διωματούσα.
Του γιου
Επόπαμε τση κόρης μας, να πούμε και του γιου μας.
Εδώ ‘ναι ο γιος κι ο καλογιός κι ο καλαναθρεμμένος,
είναι στον κιούρη τ’ ακριβός στη μάνα χαϊδεμένος.
Και εις έτη πολλά.
Αφήγηση παραδοσιακών Ναξιακών Καλάντων Μανώλης Ζώρος
Η συγκίνηση ήταν διάχυτη και νοσταλγική… τελειώνοντας μου είπε να ψάξω να βρω μικρά κοτσάκια «τέτοια.. από δαύτα πο’ λεγαν στ’ Απεράθου… ψάξε να τα βρεις παιδί μου»
Ακολουθώντας τα λόγια του παππού, βρήκα από το περιοδικό Ναξιακά τα παρακάτω:
«Στ’ Απεράθου της Νάξου, οι παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων δεν ξέφευγαν από ένα εθιμικό τυπικό -αμιγώς κοσμικό- που είχε ως στόχο την αλληλογνωριμία και τις στενές σχέσεις των μελών της απεραθίτικης κοινότητας αλλά και τη γενικότερη γνώση των κοινωνικών δεδομένων από τα μέλη της (Γιαννούλης 2009: 306): όλα τα απεραθιτόπουλα, παρέες παρέες, ότι άρχιζε να σκοτεινιάζει, έβγαιναν στις γειτονιές του χωριού για να πουν τα κάλαντα. Μόλις έφταναν στο κατώφλι του κάθε σπιτιού ρωτούσαν τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά “Είναι με το θέλημα;”, ζητώντας τους, ουσιαστικά, την άδεια για να ξεκινήσουν. Αν οι νοικοκυραίοι απαντούσαν θετικά, τότε τα παιδιά άρχιζαν να τραγουδούν τα γνωστά και πανελληνίως καθιερωμένα κάλαντα (“Χριστός γεννάται σήμερον…”, “Άης Βασίλης έρχεται…”, “Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά…”), τα οποία όμως γρήγορα προσπερνούσαν, για να αρχίσουν να τραγουδούν, πάνω στον σκοπό των καλάντων, αυτοσχέδια δίστιχα, κυρίως παινέματα, που είχαν ταιριάξει μερικές μέρες νωρίτερα οι μητέρες των παιδιών, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα σπίτια που θα επισκέπτονταν (Οικονομίδης 1991: 49· Ζευγώλης 2006: 58· Γιαννούλης 2009: 305-6). Εκτός από τα παιδιά, μετά το δείπνο, έβγαιναν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, επίσης παρέες παρέες, με βιολιά και έλεγαν τα κάλαντα μέχρι το πρωί. Σε κάθε παρέα έπρεπε να υπάρχει ένα καλός στιχοπλόκος, ο οποίος θα αυτοσχεδίαζε τα δίστιχα που θα τραγουδιόνταν σε κάθε σπίτι. Συνήθως, όμως, ξεκινούσαν με το εξής δίστιχο (Ζευγώλης 2006: 58):».
Κατερίνα Μπαλαγούρα
Πηγή: Περιοδικό my naxos ΠΗΓΗ
«-μαμά θυμάσαι τα κάλαντα που έλεγε ο παππούς όταν ήταν μικρός στο χωριό;
-Όχι», απαντάει μονολεκτικά η μαμά… και χάνονται στο πλήθος.
Γυρνώντας στο σπίτι, σκέφτηκα ότι αυτά τα Χριστούγεννα, μέσα από αυτές τις αράδες θέλω να γράψω τα κάλαντα του τόπου μου. Αυτά που κάποτε αντηχούσαν στα χωριά της Νάξου, παρέα με τσαμπούνες, ντουμπάκια, και λαούτα…
Αυτό το μικρό ζωηρό πλασματάκι στο τραίνο, με γέμισε με την επιθυμία να μάθω πια είναι τα Παραδοσιακά κάλαντα της Νάξου και να τα μοιραστώ μαζί σας. Δίχως άλλη σκέψη, πήγα στον παππού και αφέθηκα στη γέρικη πια φωνή του να μου σιγοτραγουδά:
Αρχιμενιά, κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός σας χρόνος,
Αη Βασίλης έρχεται κι α’ πόθε κατεβαίνει,
από τση μάνας τ’ έρχεται και στο σχολειό του πάει,
Τρεις Ιεράρχαι τ’ απαντούν μέσα στο σταυροδρόμι.
-Βασίλη α’ πόθεν έρχεσαι κι α’ πόθε κατεβαίνεις;
-Από τση μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
-Μα ‘γώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Σαν και ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα – βήτα.
Και το ραβδάκι ακουμπά, να πη την άλφα – βήτα
και το ραβδί ξερό ‘τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστρούς περδίκια φωλεμένα,
όχι περδίκια μοναχά, μόνον και χελιδόνια
και κάτω στα ριζάρια του πηγάδια και λιβάδια,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και πίνουν κι ανεβαίνουν
και βρέχουν τις φτερούγες των και περιχούν τον κόσμο
κι αλούζουν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
Τ’ αφέντη
Μα σένα, ‘φέντη, πρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι,
όνταν αθή η δαμασκηνιά ν’ αθή και το τραπέζι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, να τρως κουλούρι’ αφράτα
και τον αθό της λεμονιάς να γεύεσαι σαλάτα.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, το σίδερο κοντάρι,
πόχεις τα μπράτσα δυνατά κι είσαι και παλληκάρι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι, να μην κρυολογάσαι.
Της κεράς
Έπόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κεράς μας.
-Κερά μαρμαροτράχηλη, και γασταρολαιμούσα,
κερά, στη μέση τον σπιτιού, χρυσή λαμπάδα στέκει,
φέγγουν οι ναύτες και δειπνούν και τα καράβια ‘ράζουν,
φέγγουν και τα ναυτόπουλα και πάνε και υπνούνε.
Της Κόρης
Επόπαμε και τση κεράς ας πούμε και τση κόρης.
Κερά, τη θυγατέρα σου, κερά την ακριβή σου,
οχτώ μικροί την αγαπούν και δεκαχτώ μεγάλοι
κι ο πρώτος που την αγαπά, του πρέπει να την πάρη.
Απ’ το χεράκι την αρπά και σκάλες κατεβαίνει,
κάθε σκαλί τονε ρωτά, κάθε σκαλί τση λέγει,
-Κόρη να γίνης φρόνιμη, να γίνης διωματούσα.
-Σαν θες να γίνω φρόνιμη, να γίνω διωματούσα,
άμε κι αγόρασε σπαθί και σκιάδι τσιμουχένιο,
να μπης να βγης στον πόλεμο, να φαίνεσ’ ανδρειωμένος,
τότες θά γίνω φρόνιμη θά γίνω διωματούσα.
Του γιου
Επόπαμε τση κόρης μας, να πούμε και του γιου μας.
Εδώ ‘ναι ο γιος κι ο καλογιός κι ο καλαναθρεμμένος,
είναι στον κιούρη τ’ ακριβός στη μάνα χαϊδεμένος.
Και εις έτη πολλά.
Αφήγηση παραδοσιακών Ναξιακών Καλάντων Μανώλης Ζώρος
Η συγκίνηση ήταν διάχυτη και νοσταλγική… τελειώνοντας μου είπε να ψάξω να βρω μικρά κοτσάκια «τέτοια.. από δαύτα πο’ λεγαν στ’ Απεράθου… ψάξε να τα βρεις παιδί μου»
Ακολουθώντας τα λόγια του παππού, βρήκα από το περιοδικό Ναξιακά τα παρακάτω:
«Στ’ Απεράθου της Νάξου, οι παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων δεν ξέφευγαν από ένα εθιμικό τυπικό -αμιγώς κοσμικό- που είχε ως στόχο την αλληλογνωριμία και τις στενές σχέσεις των μελών της απεραθίτικης κοινότητας αλλά και τη γενικότερη γνώση των κοινωνικών δεδομένων από τα μέλη της (Γιαννούλης 2009: 306): όλα τα απεραθιτόπουλα, παρέες παρέες, ότι άρχιζε να σκοτεινιάζει, έβγαιναν στις γειτονιές του χωριού για να πουν τα κάλαντα. Μόλις έφταναν στο κατώφλι του κάθε σπιτιού ρωτούσαν τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά “Είναι με το θέλημα;”, ζητώντας τους, ουσιαστικά, την άδεια για να ξεκινήσουν. Αν οι νοικοκυραίοι απαντούσαν θετικά, τότε τα παιδιά άρχιζαν να τραγουδούν τα γνωστά και πανελληνίως καθιερωμένα κάλαντα (“Χριστός γεννάται σήμερον…”, “Άης Βασίλης έρχεται…”, “Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά…”), τα οποία όμως γρήγορα προσπερνούσαν, για να αρχίσουν να τραγουδούν, πάνω στον σκοπό των καλάντων, αυτοσχέδια δίστιχα, κυρίως παινέματα, που είχαν ταιριάξει μερικές μέρες νωρίτερα οι μητέρες των παιδιών, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα σπίτια που θα επισκέπτονταν (Οικονομίδης 1991: 49· Ζευγώλης 2006: 58· Γιαννούλης 2009: 305-6). Εκτός από τα παιδιά, μετά το δείπνο, έβγαιναν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, επίσης παρέες παρέες, με βιολιά και έλεγαν τα κάλαντα μέχρι το πρωί. Σε κάθε παρέα έπρεπε να υπάρχει ένα καλός στιχοπλόκος, ο οποίος θα αυτοσχεδίαζε τα δίστιχα που θα τραγουδιόνταν σε κάθε σπίτι. Συνήθως, όμως, ξεκινούσαν με το εξής δίστιχο (Ζευγώλης 2006: 58):».
- Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας
Άης Βασίλης έρχεται νά ‘μπει στ’ αρχοντικό σας.
Άης Βασίλης έρχεται νά ‘μπει στ’ αρχοντικό σας.
Χριστούεννα, πρωτόεννα, πρώτη ’ιορτή του χρόνου,
οπο’ ‘εννήθην ο Χριστός κι ήμαθε κι επορπάθειε,
κι ήβγηκε και χαιρέτηξεν όλοι τσοι ζευγολάτες:
– Καλώς τα κάνετε, ’ιωργοί, καλώς τα πολεμάτε.
Τα δέκα σας ναν’ εκατό, και τα ’κατό σας χίλια,
Και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητο λοάρι.
[Κάλαντα των Χριστουγέννων, όπως τα υπαγόρευσε στον Νίκο Σφυρόερα η Παρασκευή Γ. Ζαφείρη (Καναβιτσού), 85 χρονών, τον χειμώνα του 1937 στ' Απεράθου. Φαίνεται πως αποτελούν την παλαιά μορφή που είχαν τα κάλαντα, όπου επικρατούσε ο ανομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος στίχος.]
Συνεχίζοντας την έρευνα ανακάλυψα… ότι «Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού,
ακόμα κι αν κοιμόντουσαν, σηκώνονταν και συνήθως φίλευαν τους
καλαντιστές ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κυδώνια κ.λπ. (Γιαννούλης
2009: 305), ωστόσο στα νεότερα χρόνια αυτό το κέρασμα αντικαταστάθηκε
από τα χρήματα, τα οποία αδημονούσαν να πιάσουν στα χέρια τους τα παιδιά
και οι μεγάλοι και το εξέφραζαν, χωρίς ντροπή, και με έμμετρο τρόπο:»
[Ναξιακά]οπο’ ‘εννήθην ο Χριστός κι ήμαθε κι επορπάθειε,
κι ήβγηκε και χαιρέτηξεν όλοι τσοι ζευγολάτες:
– Καλώς τα κάνετε, ’ιωργοί, καλώς τα πολεμάτε.
Τα δέκα σας ναν’ εκατό, και τα ’κατό σας χίλια,
Και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητο λοάρι.
[Κάλαντα των Χριστουγέννων, όπως τα υπαγόρευσε στον Νίκο Σφυρόερα η Παρασκευή Γ. Ζαφείρη (Καναβιτσού), 85 χρονών, τον χειμώνα του 1937 στ' Απεράθου. Φαίνεται πως αποτελούν την παλαιά μορφή που είχαν τα κάλαντα, όπου επικρατούσε ο ανομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος στίχος.]
Σήκως απάνω κι άνοιξε λαλά μας Κατερίνα,
άνοιξε το μπουκάκι σου, δώσ’ μας την καλιστρίνα.
άνοιξε το μπουκάκι σου, δώσ’ μας την καλιστρίνα.
- Ακόμα δεν την ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις τα λεφτά κι απέκιο να σφαλήξεις;
να μας εδώσεις τα λεφτά κι απέκιο να σφαλήξεις;
Η παρέα των καλαντιστών, φεύγοντας, συνέχιζε τα αυτοσχέδια δίστιχα, με τα οποία καληνυχτούσε τους νοικοκύρηδες:
- Καληνυχτώ τα μέγαρα, καληνυχτώ τα πάντα
καλήωρος ο Μήτσος σου κι ώσπου να ‘ρθεί κα’ιάντα.
καλήωρος ο Μήτσος σου κι ώσπου να ‘ρθεί κα’ιάντα.
Αν τυχόν κάποιος δεν τους άνοιγε, οι καλαντιστάδες έλεγαν πειραχτικά τραγούδια (Ζευγώλης 2006: 59):
- Να σου ξυδιάσει το κρασί και να ‘ενεί τραπέτι,
και να το χύσεις να διαβεί κάτω στου Πολυκρέτη.
[Πειραχτικό δίστιχο που ειπώθηκε σε Απεραθίτη που είχε πολλά πιθάρια με κρασί, αλλά προφανώς αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του στους καλαντιστάδες...]
Πέρα όμως από τα κάλαντα που τραγουδούσαν τις παραμονές των γιορτών,
οι Απεραθίτες συνήθισαν να γράφουν κάλαντα σε κάρτες και φωτογραφίες,
τις οποίες έστελναν στους οικείους τους που βρίσκονταν στην ξενιτιά.και να το χύσεις να διαβεί κάτω στου Πολυκρέτη.
[Πειραχτικό δίστιχο που ειπώθηκε σε Απεραθίτη που είχε πολλά πιθάρια με κρασί, αλλά προφανώς αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του στους καλαντιστάδες...]
Κατερίνα Μπαλαγούρα
Πηγή: Περιοδικό my naxos ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου